Σαρωνίας

Σαρωνίας
Σαρωνίᾱς , Σαρωνίη
fem acc pl
Σαρωνίᾱς , Σαρωνίη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάρων — Μυθικός βασιλιάς της Τροιζήνας που έχτισε στην παραλία της Φοιβαίας λίμνης ιερό προς τιμή της Σαρωνίας Αρτέμιδας. Οι Τροιζήνιοι γιόρταζαν εκεί κάθε χρόνο τα Σαρώνεια. Σύμφωνα με το μύθο, ο Σ., κυνηγώντας ένα ελάφι, μπήκε μέσα στη θάλασσα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”